- κακόξενος
- κακόξενοςunfortunate in guestsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακόξενος — κακόξενος, ιων. τ. κακόξεινος, ον (Α) 1. αυτός που δέχεται στο σπίτι του ξένους ανάξιους για φιλοξενία («οὔ τις σεῑο κακοξεινώτερος άλλος», Ομ. Οδ.) 2. δυσμενής προς τους ξένους, αφιλόξενος («Σκυθῶν κακοξενώτεροι», Ιουλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) *… … Dictionary of Greek
κακόξεινον — κακόξενος unfortunate in guests masc/fem acc sg (ionic) κακόξενος unfortunate in guests neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόξενον — κακόξενος unfortunate in guests masc/fem acc sg κακόξενος unfortunate in guests neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοξεινότατοι — κακόξενος unfortunate in guests masc nom/voc superl pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοξεινότεροι — κακόξενος unfortunate in guests masc nom/voc comp pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοξεινότερος — κακόξενος unfortunate in guests masc nom comp sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοξεινώτεροι — κακόξενος unfortunate in guests masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοξεινώτερος — κακόξενος unfortunate in guests masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοξενώτατοι — κακόξενος unfortunate in guests masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοξενώτεροι — κακόξενος unfortunate in guests masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)